βλάβαι

βλάβαι
βλάβη
harm
fem nom/voc pl
βλάβᾱͅ , βλάβη
harm
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναποκαθίστημι — ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, άω, Α [ἀποκαθίστημι] μέσ. συναποκαθίσταμαι υποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.) αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι τής επιστροφής 2. μέσ. επανέρχομαι στο… …   Dictionary of Greek

  • συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”